Τρίτη 19 Απριλίου 2016

τσάι και συμπάθεια

θέλω καφέ απεγνωσμένα
φωνάζω
αλλά δεν κάνει λέει
γιατί αρρώστησα
οι μύξες γίναν πράσινες
δηλαδή
το κεφάλι βαρύ
όχι μόνο απ' τις σκέψεις
εννοώ
και βήχω σα πούστης
αν και ποτέ δεν είδα πούστη με βήχα
στη ζωή μου
αν θέλω μόνο τσάι λέει
τσάι και συμπάθεια
σκάλισα κι εγώ εκείνο το ντουλάπι
που είναι ψηλά και δεν το φτάνω
έβαλα σκαμπό κι ανέβηκα
βρήκα βοτάνια και ματζούνια
τα έβρασα όλα μαζί
και βγήκε ένα απαίσιο ζουμί
που βρωμάει νοσοκομείο
και θυμίζει τη γιαγιά μου απ' το χωριό
που είναι νεκρή τώρα
και περιμένουμε να λιώσει εντελώς
να βάλουμε τα κόκαλά της σε κουτί
για να αδειάσει ο χώρος στον τάφο
ώστε να χωρέσει ο επόμενος
το ήπια κι ας μη μ' άρεζε
αλλά εσύ
ακόμα δε μοιάζει να με συμπαθείς και πολύ
τέλος πάντων
παίζει να σου περισσεύει
καμιά ενδοφλέβια νικοτίνης
τουλάχιστον;
γιατί ούτε να καπνίσω δε μ' αφήνουν
οι μαλάκες


ήταν εκείνη η μέρα που μάζεψα πολλές (κι αν όχι όλες) άχρηστες πληροφορίες.
ήταν εκείνη η μέρα που κάηκε ο εγκέφαλός μου,
και καλά να πάθει τέτοιος που είναι, άπληστος.
όλο θέλει να μαθαίνει να επεξεργάζεται να υπολογίζει και να μου βάζει ερωτηματικά.
βαρέθηκα πια.
ζορίζομαι.
μέσα σε όλα αυτά λοιπόν ήρθες και εσύ.
τσουπ.
σε φαντάστηκα να κάθεσαι απέναντι μου και να καπνίζεις
το ένα μετά το άλλο τσιγάρο σου
και αλήθεια σου λέω
δεν ήθελα τον ερωτά σου αλλά την εικόνα σου, δαίμονα.
ήτανε λέει μια κάποια γιορτή και όλη η πόλη ήταν κλειστή.
το μοναδικό φως στην πόλη ήταν μέσα στο δωμάτιό μου και αυτό χαμηλό γιατί με ενοχλούσε στα μάτια.
έκανες κύκλους στο ταβάνι και πάνω μου έπεφταν τα τσόφλια από τα μαύρα σπόρια σου.
έλα ρε παιδί μου από το σπίτι μου, που αλλού θέλεις να πας?
η πόλη είναι κλειστή, τα μπαρς αμπαρωμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου