Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

κάνε πως δεν άκουσες


σήκω απ' το καναπέ και οργανώσου
φάε μια γαβάθα προσποίηση πριν βγεις
όμως
να σε κρατήσει όλη τη μέρα
για να την παλέψεις
κάνε πως δεν είδες τους μετανάστες στη Βικτώρια
κάνε πως δεν μύρισες τη μπόχα έξω απ' τη Βουλή
κάνε πως δε γεύτηκες την πίκρα του αφεντικού
και πως δεν άγγιξες τυχαία το φασίστα στο μετρό
αλλά -κυρίως- μην ξεχνάς
να κάνεις πάλι πως δεν άκουσες
τα μεθυσμένα μου σε θέλω
που ουρλιάζω βουβά
μέσα απ' τα δόντια μου
στα μέρη με τον πολύ θόρυβο
και τον άπειρο κόσμο
που με συναντάς


ήθελα να γράψω για ομορφιές, 
για ένα κείμενο που θα το διαβάζεις κάθε μέρα 
και θα σου φτιάχνει τη διάθεση
και μετά θα βάζεις διαπασών μουσική
και θα χαμογελάς
και θα λες "καλημέρα σας" και "καλημέρα σας"
και θα με αγαπάς λίγο παραπάνω

θα σου βρω ομορφιές
θα τις βρω
φοράω το παλτό μου και βγαίνω από το σπίτι
ένα σκουπιδιάρικο μου κόβει το δρόμο
δεν χωράω καν να περάσω από το πεζοδρόμιο
γυρνάω πίσω, μπαίνω στην πολυκατοικία και ανεβαίνω στην ταράτσα
και πέφτω στο κενό
ζζμπακ
κάνε πως δεν άκουσες καλή μου
θα γυρίσω μόνο όταν θα βρω τις ομορφιές, για να στις χαρίσω

........

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

ξεσκαρτάρισμα

Αποφάσισα να κάνω ένα ξεσκαρτάρισμα στη ζωή μου. Να κρατήσω μόνο ότι μου χρειάζεται , μόνο ότι είναι απαραίτητο. "Τι γενικούρα!" , θα σκεφτείς. "Πόσο (και καλά) ψαγμένο και μπράβο σου", θα πεις και θα γελάσεις ειρωνικά και δυνατά. Κι όμως, το πρωί που ξύπνησα πέταξα το πάπλωμα από το κρεβάτι στο πάτωμα, μετά έβγαλα όλα μου τα ρούχα και τα εσώρουχα και τα πέταξα από το μπαλκόνι. Πήγα στην κουζίνα πήρα μια σακούλα σκουπιδιών και πέταξα ότι χαλασμένο υπήρχε στα ντουλάπια και στο ψυγείο. Άνοιξα την κατάψυξη και βρήκα ένα τασάκι. Ήταν ένα από τα δώρα σου από κάποιο ταξίδι σου. Το χα κρύψει εκεί για να μην το βλέπω. Ήξερες ότι σιχαίνομαι τα τασάκια και ότι δεν έχω βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα μου. Το μόνο τασάκι που ερωτεύτηκα και μου άρεσε να το γλύφω , ήταν το στόμα σου, κάποια βράδια που από το άγχος σου κάπνιζες τουλάχιστον 2 πακέτα κάμελ. Το πέταξα κι αυτό, τελικά. Έφτιαξα τη χωρίστρα των μαλλιών μου, στο πλάι, έτσι τυφλά, μέσα στην αμηχανία μου και τότε σκέφτηκα κάτι και γέλασα δυνατά. Ήμουν σίγουρη πως μοιάζω με εκείνον τον παπά που έμενε στο δίπλα διαμέρισμα από το δικό σου και κάθε πρωί μας έλεγε μια ιστορία για κάποιον Εβραίο. Πέταξα και αυτή την ανάμνηση στα σκουπίδια και περιφερόμουν μέσα στο σπίτι. Έφτασα στη ντουλάπα του δωματίου μου, σκέφτηκα να την πετάξω ολόκληρη μαζί με το έπιπλο. Πέταγα , πέταγα και πέταγα, τα ρούχα από το μπαλκόνι. Η ντουλάπα έμεινε άδεια. Μπήκα μέσα της γιατί γυμνή όπως ήμουν κρύωνα. Με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα τρομαγμένη από το χτύπο του κινητού μου. Ήταν λέει το ταξί που είχα καλέσει πριν δύο ώρες. Παρακάλεσα τον κύριο ταρίφα να περιμένει ένα-δύο λεπτά ωσότου ντυθώ και κατέβω. Έψαχνα να βρω κάτι να φορέσω αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Τότε σκέφτηκα πως είχα κρύψει το μαγιό σου στο φούρνο, το φόρεσα και βγήκα. Μπήκα στο ταξί και ο ταξιτζής φαινόταν περίεργος, κοιτούσε επίμονα το γυμνό μου στήθος , είχε γουρλώσει τα μάτια και είχε γίνει κατακόκκινος . Τον ρώτησα αν είναι καλά, άρχισε να παρανοεί να μου φωνάζει και να μου λέει ότι έχω θράσος του είπα ότι πρέπει να κάνει τη δουλεία του και να με πάει όπου του ζητήσω και του ζητούσα να με πάει στο παρελθόν. Είχα να το σκοτώσω και να το πετάξω στα σκουπίδια μαζί με τ' άλλα πράγματα. Μου τσίριξε ότι δεν είναι χρονομηχανή και με πέταξε έξω με τη βία. Χτύπησα το γόνατό μου και ακόμη με πονάει. Αν του δώσεις ένα φιλί με διάρκεια , θα μου περάσει. Αυτό έκανες κάθε φορά που χτυπούσα κάπου και αν με είχε πάει αυτός στο παρελθόν θα πετούσα αυτή την άχρηστη ανάμνηση και δεν θα σε έψαχνα τώρα. 
Σηκώθηκα όπως όπως και περπάτησα κουτσαίνοντας μέχρι την κοντινότερη στάση του μετρό.
Θυμόμουν ότι εκεί μέσα υπάρχουν τεράστιες κυλιόμενες σκάλες που σε μεταφέρουν στο χώρο χωρίς εσύ να κάνεις τίποτα. Ίσως εκεί βρω αντίστοιχες που σε μεταφέρουν στο χρόνο.
Τις κατέβηκα όλες, μία μία, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Απογοητευμένη πήρα τον πρώτο συρμό για να δοκιμάσω και στην επόμενη στάση. Μέσα στο βαγόνι καθόταν ένα ζευγάρι μεσηλίκων.
Η κασέτα στο μεγάφωνο είχε κολλήσει και εκφωνούσε συνέχεια την ίδια στάση. Στην επόμενη στάση ο άντρας σηκώθηκε για να βγει.
'Άντε πάμε!' είπε στη γυναίκα.
'Μα όχι' του απάντησε εκείνη 'δεν άκουσες τι είπε η κυρία; Έχουμε ακόμα...'
Και κάπως έτσι, που λες, βρήκα πώς α-συγχρονίζεται ο χώρος με το χρόνο και από τότε έχω μείνει καρφωμένη στο βαγόνι με το αυτί κολλημένο στο μεγάφωνο που παίζει ξανά κ ξανά τη λούπα της ίδιας στάσης.
Και ούτε το γόνατο πονάει πια ούτε σε ψάχνω.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

έκρηξη


και πίναμεεε και πίναμεεεε

χοροπηδάω και ξελαριγκιάζομαι
βγάζω από την τσέπη μου ένα ωμό αυγό και το ρουφάω
πρέπει η φωνή μου να ηχεί μελωδικά στα αυτιά σου σήμερα 
κι εσύ απομακρύνεσαι
ένα ακόμα βήμα παραπέρα
φοβάσαι και κρύβεσαι
στην ασφάλεια της ηρεμίας
σιγά, δε χάλασε κι ο κόσμος
λες και πριν ήσουν κοντά
καμιά φορά μιλάς γρήγορα και σε χάνω
άλλες πάλι είσαι τέταρτο και λέξη
εν ολίγοις δεν συνεννοούμαστε

σταματημόόό δεν είχαμεεε

τα πρώτα καπνογόνα έχουν ήδη ανάψει
πετάνε κάτι ροζ αέρια
που θυμίζουν πορνό εφιάλτη
εκείνη τη στιγμή που θες να τελειώσεις
και ο άλλος σε κόβει
ή πυρκαγιά στο παλάτι της μπάρμπι
τα μάτια μου τσούζουν
στην προσπάθειά μου να συναρμολογήσω τις λέξεις σου
μήπως και βγάλω άκρη κάποια στιγμή
είχα γουρλώσει τα μάτια μου
και τα είχα αφήσει πάνω σου
όταν ακριβώς έπιασα το νόημα
ρούφηξα μια δυνατή τζούρα και φύσηξα τον καπνό προς τα πάνω
το αποτέλεσμα ήταν
"Α Α Α το μάτι μου, μπήκε καπνός στο μάτι μου, εξαφανίσου"
και αρχίζω να βήχω σπαστικά
το πάτωμα ξεκινά να τραντάζεται

φασίστες κύύύνηγουσαμεεεε

δε με νοιάζει ρε
δεν με επηρέασε λεπτό
τι κι αν φεύγεις
τι κι αν δεν ήρθες ποτέ
εγώ εδώ θα φωνάζω φάλτσα
εκείνα τα ξαναμασημένα λόγια
που άφησες πίσω

και όλο τραααγουδούσαμεεε


Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

αυτή καλά κι εμείς ούτε καν


Όταν κατέβασε την τελευταία γουλιά, πέταξε το κουτάκι από το παράθυρο.
"Γαμώ το σπίτι σου δεν βλέπεις ότι υπάρχει άνθρωπος από κάτω;" ακούστηκε μια φωνή.
Μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο από τη μόνιμη σύγχυση που την περιβάλει καθώς θα ορκιζόταν ότι οδηγούσε αμάξι και μάλιστα με 130 στην Εθνική.
Καθώς γύρισε από την άλλη έπεσε πάνω στο σκρίνιο και είδε την φωτογραφία μέσα από τη τζαμαρία του σκρίνιου, εκεί στη ασφάλειά της, να της χαμογελάει.
Η φωτογραφία ήταν από το μέλλον, από αυτές που τις τραβάς για να σου θυμίζουν πως δεν χάνεις και πολλά αν δεν καταφέρεις να επιβιώσεις.
Ναι αλλά αυτή δεν ήθελε να επιβιώσει. Να ζήσει ήθελε και όχι απλώς να ζήσει αλλά να ζήσει και καλά.
Έζησε, λοιπόν, αυτή καλά κι εμείς ούτε καν επιβιώσαμε.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

η πτωτική τάση του απωθημένου


Για να πω την αλήθεια δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια αλλά έχω την εντύπωση ότι τα πράγματα ήταν σχετικά καλά μέχρι τότε. Ήρεμα σίγουρα. Χωρίς εκρήξεις και ταραχές. Τα δέντρα ήταν αμέτρητα και οι καρποί ελκυστικοί με τεράστια ποικιλία στο σχήμα, το μέγεθος, το χρώμα και τη γεύση. Μπορούσα να δοκιμάσω ο,τι και όσο γούσταρα αλλά δεν ασχολούμουν και πολύ νομίζω. Αν έβρισκα κάτι που μου άρεσε, την έπεφτα κάτω από κει και απολάμβανα χωρίς να με απασχολεί τι γίνεται τριγύρω. Κι όλα κομπλέ μέχρι που εμφανίστηκε αυτό το καταραμένο ερπετό να μου θυμίσει πώς από εκείνο το συγκεκριμένο δέντρο απαγορεύεται να δοκιμάσω. Και να πεις ότι φαινόταν κάτι σπουδαίο... Ούτε καν! Αδιάφορο θα το χαρακτήριζα. Πιο αδιάφορο και από τσόφλι αυγού για την ακρίβεια. Αλλά απαγορεύεται? Πρώτα απ' όλα τι σημαίνει απαγορεύεται? Κι ύστερα γιατί? Τι σκατά δηλαδή έχουν αυτοί οι καρποί που δεν πρέπει να μάθω? Κάπως έτσι μάλλον ξεκίνησε η φάση μέχρι που έγινε έμμονη ιδέα στο κεφάλι μου και σε λίγο δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο εκτός από αυτό. Όλα μου φαινόντουσαν χωρίς νόημα. Όλα εκτός από αυτό το γαμημένο δέντρο και τους καρπούς του. Έγινε σκοπός της ύπαρξής μου. Ο λόγος που ξυπνούσα το πρωί και που συνέχιζα να αναπνέω. Ήθελα να μάθω. Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση. Δεν είμαι και καμιά κότα άλλωστε. Πλησίασα τον κορμό, τέντωσα τις μύτες των ποδιών μου ψηλά, άπλωσα το χέρι και έκοψα έναν καρπό. Η ταχυπαλμία μου έπαιζε hard tekno στα decs. Πέρασα τα δάχτυλά μου σε κάθε χιλιοστό της επιφάνειας. Εισέπνευσα τη μυρωδιά του. Έγλυψα τη φλούδα του. Δεν είχε τίποτα απολύτως το ιδιαίτερο κι όμως ένιωθα τυχερή και εκλεκτή. Το στομάχι μου είχε δεθεί με χίλιους κόμπους. Πρώτη δαγκωνιά. Άγευστο. Καταβρόχθισα το υπόλοιπο σε δευτερόλεπτα με λαιμαργία κι ας μην πεινούσα. Περίμενα λίγη ώρα αλλά δε συνέβη απολύτως τίποτα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Και τώρα τι? Αυτό ήταν όλο? Και από δω και πέρα? Στα ίδια ξανά? Τώρα τι θα 'χω να περιμένω? Συνειδητοποίησα ότι αυτή η προσμονή έδινε νόημα στην ύπαρξή μου. Πλέον δε νιώθω τίποτα. Όπως και πριν μάλλον απλά τώρα κουβαλάω και το κενό. Είναι βαρύ και δεν το αντέχω. Η πτωτική τάση του απωθημένου ήταν κατακόρυφη.


στην συναισθηματική κρίση των εποχών μας, η πτωτική τάση του απωθημένου είναι ασφαλώς ένας ενδογενής παράγοντας του συστήματος. Εμφανίστηκε πρώτη φορά όταν ο Τσίου αγαπούσε την Μάρα και η Μάρα με τη σειρά της τον Σακ.
Τότε η Μάρα έγινε το απωθημένο του Τσίου , καθώς αυτή είχε σχέση με τον Καπ , παρ' όλο που αγαπούσε τον Σακ που αυτός τα είχε με την Ντάν. Και ο Σακ έγινε το απωθημένο της Μάρα.
Κάπου εκεί λοιπόν στον 1ο αι. μ.Χ εμφανίστηκε το φαινόμενο αυτό που ισχύει μέχρι και τη σύγχρονη εποχή.
Ο έρωτας δεν έχει απαραίτητα υλική μορφή, όπως στην περίπτωση του Τσίου και της Μάρα, τότε λοιπόν δεν υπάρχει χρηστική αξία του πόθου. Στον καπιταλισμό το φαινόμενο αυτό λύνεται (ή και όχι) με ψυχιάτρους και ψυχοφάρμακα.
Οι φαρμακοβιομηχανίες αυξάνουν την προσφορά του προϊόντος τους για την ισορροπία στην αγορά συναισθημάτων.
Ακόμη και σε καιρό ανάπτυξης έχει παρατηρηθεί ότι τα απωθημένα έχουν πτωτική τάση.
Η ανάπτυξη εμφανίζετε όταν φόρτου εργασίας δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς με τον έρωτα υλικό ή μη
και όταν κάποια στιγμή βρεις τον ελάχιστο χρόνο να το κάνεις δεν έχεις τα ψυχολογικά αποθέματα και τότε στρέφεσαι στις φαρμακοβιομηχανίες που με τη σειρά τους..
και έτσι η ζωή συνεχίζει