Τρίτη 31 Μαΐου 2016

ότι ήταν να πω


Θα σου μιλάω μέχρι να έχω κάτι να σου πω.
Όταν επιτέλους το βρω, ορκίζομαι να σωπάσω για πάντα.
 

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Οκτώβρης-Φλεβάρης

Ήτανε Οκτώβριος, αν θυμάμαι καλά και ο ιδρώτας με πλημμύριζε και μούσκευε τα σεντόνια. Δύο και έξι η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Το κινητό μου κάθε φορά που δεν χτυπούσε ήσουνα εσύ και κάθε φορά που χτύπαγε ήταν ο από πάνω. Δύο και εφτά, δύο και δέκα και πάει λέγοντας. Πόσο θα θελα να σουν εσύ ο από πάνω και πόσο θα θελα να σουν εσύ πάνω μου και ο ιδρώτας σου να πλημμύριζε το σώμα μου και το σώμα μου με τη σειρά του τα σεντόνια μου. Δυο και είκοσι σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στην κουζίνα. Ετοίμασα δείπνο για δύο. Όχι από συνήθεια, έχω να σε δω τόσο καιρό άλλωστε που δε θα έστεκε κάτι τέτοιο. Απλώς, να ρε παιδί μου, δεν έχει νόημα να μαγειρεύεις για έναν. Καλύτερα να κάνεις ένα τοστ ή κάτι παρόμοιο. Μαγειρεύω για δύο πάντα, λοιπόν, και την άλλη μερίδα την τρώω το βράδυ. Σήμερα όμως είναι ήδη βράδυ και δεν τα υπολόγισα καλά. Τι θα απογίνει η δεύτερη μερίδα? Γέμισα δύο πιάτα και τα τοποθέτησα αντικριστά. Κάθισα στη μία μεριά, χαμογέλασα και έφαγα μια μπουκιά. Ύστερα σηκώθηκα και κάθισα από την άλλη. Έκανα κάτι παρόμοιο και ξαναάλλαξα θέση. Μπουκιά στη μπουκιά πιάσαμε κουβέντα και ξεχαστήκαμε. Σε λίγο έβαλα και κρασί. Όχι ο,τι κι ο,τι, από κείνο το κατακόκκινο που μου έκανα δώρο στην επέτειό μας και το φυλάω για ειδικές περιστάσεις. Η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλάβω. Με πήρε ο ύπνος καθισμένη στην καρέκλα με το κεφάλι πεσμένο πάνω στο τραπέζι. Όταν ξύπνησα είχε φτάσει Δεκέμβρης κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Γι' αυτό στα γράφω όλα αυτά. Αναρωτιέμαι. Τι σκατά απέγινα? Κανείς δεν μου απαντά. Αυτό που με τρομάζει περισσότερο απ όλα είναι ότι και εγώ η ίδια δεν ξέρω να απαντήσω. Όπως ποτέ δεν ήξερα να απαντήσω στο ποια είμαι, τι είμαι και τι θα απογίνω όταν σε συναντούσα. Μόνο όταν σε συναντούσα. Τι είναι αυτό; δεν μοιάζει να ναι γοητευτικά ούτε ερωτεύσιμο. Εγώ στη θέση σου θα με παρατούσα. Σηκώθηκα και έστριψα δυο τσιγάρα, κι ας με λένε τρελή. Στο τρίτο μάλιστα έριξα και λίγο χόρτο μέσα. Είναι τόσο τεράστιες οι φρίκες μου πλέον που δεν παίζει να με πιάσει άσχημα. Μόνο να με χαλαρώσει μπορεί. Ξάπλωσα στον καναπέ και άρχισα να παρατηρώ το ταβάνι. Η υγρασία είχε σχηματίσει μαύρα στίγματα ανά τόπους δίνοντάς του μια κυβοφουτουριστική αίσθηση. Κυβοφουτουριστική... Τσσσς... Πολύ ψαγμένη λέξη ρε παιδί μου! Η αλλαγή του χρόνου με βρήκε να τα λέω με κάτι μαστουρωμένες σκέψεις και ένα ταβάνι. Το ταβάνι και ο καναπές μου. Δεν είναι κακοί σύντροφοι. Αλλά συνήθως το παρεάκι αυτό, εγώ το ταβάνι και ο καναπές συνοδεύεται και από κάτι τρίτο. Άυλο βέβαια. Σκέψεις. Είναι αυτές που πάντα απευθύνονται στο παρελθόν και στο μέλλον. Σε φανταστικά δηλαδή πράγματα. Ο έλλογος νους. Είναι δηλαδή αυτός που έρχεται συνοδευόμενος από καταθλίψεις και φρίκες. Σαν πολλοί να μαζευτήκαμε μέσα σ' ένα δωμάτιο. Εγώ όμως είμαι ύλη, δεν είμαι άυλη. Και δεν θα κάνω παρέα με άυλους. Εκτός αυτόν από τους Ψυχόδραμα, αν τύχει και τον γνωρίσω. Είσαι αυτό που λες, λένε. Είμαι λοιπόν ένα γατί και μου αρέσουν τα χάδια και οι αγκαλιές. Την επόμενη φορά που θα καθίσω στον καναπέ θέλω να ρθεις να σου τρίβομαι. Έτσι δεν κάνουν τα γατιά; Θα χώνω τη μουσούδα μου στο λαιμό σου και θα γουργουρίζω απ' την κοιλιά. Εσύ θα στραβομουτσουνιάζεις, θα ξεφυσάς και θα τραβιέσαι πιο κει. Κι εγώ θα το βρίσκω αστείο όπως πάντα και θα γελάω συνέχεια και μετά θα με λες χαζή και θα χεις δίκιο. Έτσι κι αλλιώς πάντα έχεις δίκιο εσύ. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως είναι κάπως βαρετό αυτό. Αφαιρεί κάθε νόημα από τον όποιο διάλογο. Αν ήμουν εσύ, μπορεί και να με βαριόμουνα. Ναι, ναι -σίγουρα θα με βαριόμουνα. Κάπως έτσι και χειρότερα έφτασε ο Φλεβάρης αλλά ο ιδρώτας δεν είχε στεγνώσει ακόμα από τα σεντόνια.





Σάββατο 21 Μαΐου 2016

πέρα δώθε



σε κοιτούσα και σε κοιτούσα
 ολόκληρος απέναντί μου με σάρκα και οστά
να μη μου θυμίζεις απολύτως τίποτα
σε κάρφωνα και σε κάρφωνα
να μη μου θυμίζεις απολύτως τίποτα

κάθε τόσο το βλέμμα μου έπεφτε κάτω
άφηνα λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν
προσποιούμενη ότι δεν το κατάλαβα
-ν' αλλάξει λίγο το τοπίο ρε αδερφέ-
και στη συνέχεια το μάζευα και φτου κι απ' την αρχή

πήρα το βλέμμα μου και το έριξα από την άλλη
και τι δεν είδα
και τι δεν θυμήθηκα
απολύτως τίποτα


στο τέλος κουράστηκα και έκλεισα τα μάτια
σε είδα στον ύπνο μου αλλά ούτε εκεί μου θύμιζες κάτι


κουβαλάω μέρες το κουφάρι μου
αριστερά και δεξιά
 και αλήθεια προσπαθώ
αλλά δεν μου θυμίζεις τίποτα
και από αύριο δεν θα σε θυμάται κανείς
αν έχω προλάβει να μην γίνεις πρωτοσέλιδο
ή πρώτο θέμα στις ειδήσεις των 8 30


αν πάλι δεν προλάβω
 θα σου ζητήσω αυτόγραφο
και θα περηφανεύομαι στα παιδιά μου
ότι σε φίλησα κάτω απ' το αυτί


Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Ίσως πέρασε από τη δουλειά.


Ίσως πέρασε από τη δουλειά. Είχα φύγει 2 ωρες νωρίτερα γιατί είχα το στομάχι μου. Ήταν η 3η φορά που είχα τάση για εμετό αλλά η πρώτη που έφυγα και ξέρασα.
Τις προηγούμενες φορές μου λεγαν "όχι κύριε Βερναντε δεν γίνεται να βρίσκετε δικαιολογίες , εμείς θέλουμε έμπιστους συναδέλφους. Αν σας αφήσουμε, την επόμενη φορά θα βρείτε άλλη δικαιολογία για να λείψετε"
Και έτσι κατάπινα τον εμετό μου.
Σήμερα όμως η αγωνία μου να τη δω δεν με άφηνε σε ησυχία, είπε ότι θα πέρναγε και κάθε λεπτό που περνούσε όλο και στένευε σαν κόμπος το λαιμό μου.
Μια κάποια στιγμή, άνοιξε η πόρτα απότομα, η πόρτα του γραφείου μου, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το άγχος μου και ο εμετός έφυγε μόνος του, ξεγλίστρησε από τα σωθικά μου, και βγήκε από το στόμα μου.
Ενόμιζα ότι ήταν αυτή. Ήταν όμως ο διευθυντής μου. Αλλά και αυτή να ταν; τι; μήπως θα της άρεζε η εικόνα; μήπως θα το έβρισκε ρομαντικό;
Με απέλυσαν.
Ζήτησα ένα χαρτομάντιλο και τίποτα άλλο, σιωπηλά έφυγα



έφυγα
χωρίς να ξαναγυρίσω αυτή τη φορά όμως
το' χα ξανακάνει πολλές φορές στο παρελθόν, να δοκιμάσω να φύγω
αλλά ποτέ δεν έπιανε
πάντα ξαναγυρνούσα στο τρίτο ή στο τέταρτο βήμα με σκυμμένο κεφάλι
να ζητώ συγγνώμη ξανά και ξανά λες και ήταν δικό μου λάθος
εκείνοι το έπαιζαν για λίγο αμείλικτοι -σαν την εποχή που ανατέλλει-
με έδιωχναν και μετά από δύο κλάματα και έντεκα παρακάλια πάνω κάτω
έδειχναν τη μεγαλοψυχία τους και με ξαναδέχονταν
με σκληρότερους όρους αυτή τη φορά προφανώς

σήμερα όμως το είχα αποφασίσει, δε θα έκανα πίσω
έκανα μεταβολή, σήκωσα το δεξί πόδι αλλά αμέσως το ξανακατέβασα
όχι ότι το χα μετανιώσει, ίσα ίσα, μόνο που το σκέφτηκα καλύτερα
θα έκανα συμβολικά τη φυγή μου
σήκωσα πρώτα το αριστερό αυτή τη φορά και το τοποθέτησα ένα βήμα μπροστά
ύστερα το δεξί
αριστερό - δεξί, αριστερό - δεξί, αριστερό - δεξί, αριστερό – δεξί,αριστερό – δεξί,αριστερό -δεξί,αριστερό -δεξί,αριστερό -δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστΝΤΟΥΠ!
έπεσα πάνω σε μια κολόνα, έσπασα το κεφάλι μου και πέθανα

να μου το θυμηθείς που αύριο θα αναρωτιούνται
-Μήπως ήρθε και δεν τον είδαμε?
-Μήπως έχασε το δρόμο?
-Μήπως αυτή τη φορά ΟΝΤΩΣ έφυγε από τη δουλειά?

-Αυτός ρε? Ούτε νεκρός...


Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

γιορτινή μελαγχολία

we wish you a Merry Christmas
τραγουδά ο πλαστικός άγιος Βασίλης
έξω απ' τη βιτρίνα
κουνώντας μηχανικά τα χέρια πάνω κάτω
πάνω αναβοσβήνουν λαμπιόνα
τυλιγμένα στα σύρματα και στις κεραίες
κάτω αργοσβήνουν μετανάστες
γατζωμένοι σε σανίδες και φουσκωτά
ένα αγόρι παίζει το μικρό τυμπανιστή
στην κοιλιά της νεκρής μητέρας του
και οι τρεις μπάτσοι με τα δακρυγόνα
προσφέρουν πρέζα στο θείο βρέφος
απόψε γεννιέται ο φασισμός
λένε με στόμφο στο ράδιο
κάτω απ' το στολισμένο δέντρο
οι γονείς μου μαλώνουν
και με βάζουν στη μέση
να δικάσω και να κρίνω
να πάρω θέση ρε αδερφέ
κι εσύ, όπως πάντα,
με κοιτάς με ύφος μπλαζέ
και λες
η γιορτινή μελαγχολία
είναι ένα κλισέ
καιρός να μεγαλώσεις επιτέλους
μωρό μου



Η Μαρία η Μαγδαληνή καθόταν στα πόδια του Ιησού Χριστού όταν διακόπηκε η αγαπημένη τους εκπομπή και μπήκε έκτακτο δελτίο ειδήσεων.
Οι ειδήσεις λοιπόν ενημέρωναν το κοινό ότι εν όψη Χριστουγέννων οι γαλοπούλες βγήκαν στο δρόμο να διαμαρτυρηθούν και ότι οι δυνάμεις των ΜΑΤ πέταξαν χημικά και δακρυγόνα για να τους σταματήσουν.
Η Μαρία η Μαγδαληνή δάκρυσε καθώς ήταν φιλόζωη και δεν θα πείραζε ποτέ ούτε μυρμηγκάκι.
Σηκώθηκε από τα πόδια του Ιησού και πήγε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της.
Ο Ιησούς την παράτησε στο σπίτι, μονάχη να κλαίει και πήγε να πιει μπύρες με τις φίλες του.
Τότε η Μαρία εκνευρίστηκε ακόμη περισσότερο και αποφάσισε ότι φέτος στα γενέθλια του ακατανόμαστου (θεέ μου σχώραμαι)
δεν θα καλέσει κόσμο στο σπίτι για να το γιορτάσουν και δεν θα ετοιμάσει ούτε μελομακάρονα που άρεζαν και στην ίδια και αποφάσισε να γραφτεί και στη Ανταρσύα που δεν θα άρεζε καθόλου στον Ιησού.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Ωραία η θάλασσα αλλά



Ωραία η θάλασσα αλλά μας ρούφηξε ο βυθός της
βρεθήκαμε περικυκλωμένοι
από χρωματιστές μπουρμπουλήθρες
περίπλοκα κοράλλια
και ανύπαρκτα μαργαριτάρια

μάλλον θα φταίει που σε έπεισα
να βγάλεις εκείνη τη μάσκα
που είχε κολλήσει στο δέρμα σου
τόσο καιρό πια
που πίστεψες ότι ήταν κομμάτι σου
και το τζαμάκι οι κόρες των ματιών σου

Τώρα σε κοιτάζω ξανά και ξανά
μα δε μου θυμίζεις απολύτως τίποτα
κάνω να βγάλω κι εγώ τη δική μου
και κολυμπάς μακριά από τη φρίκη



Ωραία η θάλασσα αλλά μας ρούφηξε ο βυθός της
και πνιγήκαμε από τύψεις
ένας ολόκληρος κόσμος
χωρίς σάρκα
μόνο οστά και σίδερα
ένας ολόκληρος κόσμος ο βυθός
αλήθεια σου λέω
τα δάκρυα γίνονται τρικυμιά
και ο βυθός μεγαλώνει
ολοένα και περισσότεροι τον κατοικούν
ένας ολόκληρος σκοτεινός κόσμος

η θάλασσα είναι όμορφη - να την κοιτάς
η θάλασσα είναι όμορφη - να την κολυμπάς
η θάλασσα είναι όμορφη - είναι γαλάζια
τα μάτια σου είναι γαλάζια
η θάλασσα είναι όμορφη - όταν δεν την κατοικείς
η θάλασσα είναι όμορφη - όταν δεν την κατοικείς για πάντα

τώρα σε κοιτάζω ξανά και ξανά και ξανά
βουλιάζω στο βυθό των ματιών σου
αλλά δεν θέλω να μείνω εκεί για πάντα
θέλω να γίνω θάλασσα να έρχομαι και να φεύγω

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Αναμφίβολα, κάπως, κλειδιά, κομπάρσος, σέρνω, φτυάρι

κουκουλώθηκα στο κρεβάτι και άρπαξα ένα τυχαίο βιβλίο
από το ράφι δίπλα μου

"Οι δούλες" του Ζαν Ζενέ

κάπως σφίχτηκε το στομάχι μου
δεν ξέρω αν είναι από την αρρώστια ή από το γεγονός ότι το βιβλίο ήταν το δώρο σου για τη διπλωματική μου


και ξέρεις κάτι;
Ποτέ δεν το διάβασα.
Το χω δει μόνο σε δύο-τρεις παραστάσεις.
Ήταν φαίνεται της μόδας εκείνη την περίοδο,
δεν λέω καλή φάση.
Ταξικό κείμενο.
-αν τελικά η Σολάνς δεν σκότωνε την Κλαίρη-
αλλά την Κυρία

άνοιξα σε μια τυχαία σελίδα και διάβασα το εξής:

"Η κυρία μας μιλάει για τον κύριο μέχρι να κιτρινίσουμε από τη ζήλια μας"

και πάλι θυμήθηκα εσένα
που μου μιλούσες για τις εμπειρίες σου
ενώ εγώ ούρλιαζα ότι δεν θέλω να ξέρω

άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα,
έκλεισα γρήγορα το φως και την πόρτα του δωματίου μου.
"Θα κάνω ότι κοιμάμαι μέχρι να πάει για ύπνο", σκέφτηκα.
Ήταν η αδερφή μου (ποιος άλλος;) και δεν είχα απόλυτος καμία διάθεση για κουβεντούλα.

Χα!
Δεν ήταν μόνη, ήταν άλλοι 4-5 φίλοι που μπαίνανε γελώντας
άκουγα και τα γκλιν-γκλόν
από τα μπουκάλια που ήταν σε σακούλες

-Να 'χα ένα
ένα
ε..
ένα
...
ε..
ξέρω γω;
ένα φτυάρι
να βγω και να τους πω
"αν δεν μ' αφήσετε στην ησυχία μου,
το βλέπετε αυτό;
θα σέρνω τα πτώματα σας ένα-ένα"-

Αναμφίβολα,
θα βάζαν τα γέλια και θα συνέχιζαν αυτό που κάνουν.

έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά
με είδα να φοράω ένα κόκκινο φόρεμα
σε είδα να έρχεσαι ντυμένος υπηρέτης κατά πάνω μου
και να μου λες
"Κυρία, το τίλιο σας είναι έτοιμο"

Το κάλο σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι πλέον στα όνειρά μου εμφανίζεσαι ως κομπάρσος.




όταν επιτέλους κατάφερα να φτάσω μπουσουλώντας ως την πόρτα
κατάλαβα ότι είχα χάσει τα κλειδιά
αναμφίβολα θα το έσκασαν από την αριστερή τσέπη
την ώρα που με μπέρδεψες με άλλη και μου μίλησες

κάπως έτσι την πάτησα και προχθές άλλωστε
αφαιρέθηκα όταν έβαλε το ράδιο το κομμάτι που δεν έστειλες
βρήκε ευκαιρία το πορτοφόλι που´ χε καύλες
και κλέφτηκε με το πρώτο πρεζάκι που συνάντησε τυχαία

νομίζω πως κουράστηκα να σέρνω το κουφάρι μου
με την κρυφή ελπίδα να σε πετύχω
αν με ψάξεις, θα είμαι εκείνος ο κομπάρσος
που κρύβεται ανάμεσα στους πρωταγωνιστές

τις νύχτες βγαίνω παγανιά παρέα με ένα φτυάρι
σε θάβω όσο βαθύτερα μπορώ στις αμέτρητες επιθυμίες μου
τώρα προσπαθείς να το σκάσεις κι εσύ
αλλά -θα μου πεις- ήταν αναμενόμενο

ούτε τα υπάρχοντά μου δεν κατάφεραν να με αντέξουν