Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

έκρηξη


και πίναμεεε και πίναμεεεε

χοροπηδάω και ξελαριγκιάζομαι
βγάζω από την τσέπη μου ένα ωμό αυγό και το ρουφάω
πρέπει η φωνή μου να ηχεί μελωδικά στα αυτιά σου σήμερα 
κι εσύ απομακρύνεσαι
ένα ακόμα βήμα παραπέρα
φοβάσαι και κρύβεσαι
στην ασφάλεια της ηρεμίας
σιγά, δε χάλασε κι ο κόσμος
λες και πριν ήσουν κοντά
καμιά φορά μιλάς γρήγορα και σε χάνω
άλλες πάλι είσαι τέταρτο και λέξη
εν ολίγοις δεν συνεννοούμαστε

σταματημόόό δεν είχαμεεε

τα πρώτα καπνογόνα έχουν ήδη ανάψει
πετάνε κάτι ροζ αέρια
που θυμίζουν πορνό εφιάλτη
εκείνη τη στιγμή που θες να τελειώσεις
και ο άλλος σε κόβει
ή πυρκαγιά στο παλάτι της μπάρμπι
τα μάτια μου τσούζουν
στην προσπάθειά μου να συναρμολογήσω τις λέξεις σου
μήπως και βγάλω άκρη κάποια στιγμή
είχα γουρλώσει τα μάτια μου
και τα είχα αφήσει πάνω σου
όταν ακριβώς έπιασα το νόημα
ρούφηξα μια δυνατή τζούρα και φύσηξα τον καπνό προς τα πάνω
το αποτέλεσμα ήταν
"Α Α Α το μάτι μου, μπήκε καπνός στο μάτι μου, εξαφανίσου"
και αρχίζω να βήχω σπαστικά
το πάτωμα ξεκινά να τραντάζεται

φασίστες κύύύνηγουσαμεεεε

δε με νοιάζει ρε
δεν με επηρέασε λεπτό
τι κι αν φεύγεις
τι κι αν δεν ήρθες ποτέ
εγώ εδώ θα φωνάζω φάλτσα
εκείνα τα ξαναμασημένα λόγια
που άφησες πίσω

και όλο τραααγουδούσαμεεε


Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

αυτή καλά κι εμείς ούτε καν


Όταν κατέβασε την τελευταία γουλιά, πέταξε το κουτάκι από το παράθυρο.
"Γαμώ το σπίτι σου δεν βλέπεις ότι υπάρχει άνθρωπος από κάτω;" ακούστηκε μια φωνή.
Μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο από τη μόνιμη σύγχυση που την περιβάλει καθώς θα ορκιζόταν ότι οδηγούσε αμάξι και μάλιστα με 130 στην Εθνική.
Καθώς γύρισε από την άλλη έπεσε πάνω στο σκρίνιο και είδε την φωτογραφία μέσα από τη τζαμαρία του σκρίνιου, εκεί στη ασφάλειά της, να της χαμογελάει.
Η φωτογραφία ήταν από το μέλλον, από αυτές που τις τραβάς για να σου θυμίζουν πως δεν χάνεις και πολλά αν δεν καταφέρεις να επιβιώσεις.
Ναι αλλά αυτή δεν ήθελε να επιβιώσει. Να ζήσει ήθελε και όχι απλώς να ζήσει αλλά να ζήσει και καλά.
Έζησε, λοιπόν, αυτή καλά κι εμείς ούτε καν επιβιώσαμε.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

η πτωτική τάση του απωθημένου


Για να πω την αλήθεια δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια αλλά έχω την εντύπωση ότι τα πράγματα ήταν σχετικά καλά μέχρι τότε. Ήρεμα σίγουρα. Χωρίς εκρήξεις και ταραχές. Τα δέντρα ήταν αμέτρητα και οι καρποί ελκυστικοί με τεράστια ποικιλία στο σχήμα, το μέγεθος, το χρώμα και τη γεύση. Μπορούσα να δοκιμάσω ο,τι και όσο γούσταρα αλλά δεν ασχολούμουν και πολύ νομίζω. Αν έβρισκα κάτι που μου άρεσε, την έπεφτα κάτω από κει και απολάμβανα χωρίς να με απασχολεί τι γίνεται τριγύρω. Κι όλα κομπλέ μέχρι που εμφανίστηκε αυτό το καταραμένο ερπετό να μου θυμίσει πώς από εκείνο το συγκεκριμένο δέντρο απαγορεύεται να δοκιμάσω. Και να πεις ότι φαινόταν κάτι σπουδαίο... Ούτε καν! Αδιάφορο θα το χαρακτήριζα. Πιο αδιάφορο και από τσόφλι αυγού για την ακρίβεια. Αλλά απαγορεύεται? Πρώτα απ' όλα τι σημαίνει απαγορεύεται? Κι ύστερα γιατί? Τι σκατά δηλαδή έχουν αυτοί οι καρποί που δεν πρέπει να μάθω? Κάπως έτσι μάλλον ξεκίνησε η φάση μέχρι που έγινε έμμονη ιδέα στο κεφάλι μου και σε λίγο δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο εκτός από αυτό. Όλα μου φαινόντουσαν χωρίς νόημα. Όλα εκτός από αυτό το γαμημένο δέντρο και τους καρπούς του. Έγινε σκοπός της ύπαρξής μου. Ο λόγος που ξυπνούσα το πρωί και που συνέχιζα να αναπνέω. Ήθελα να μάθω. Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση. Δεν είμαι και καμιά κότα άλλωστε. Πλησίασα τον κορμό, τέντωσα τις μύτες των ποδιών μου ψηλά, άπλωσα το χέρι και έκοψα έναν καρπό. Η ταχυπαλμία μου έπαιζε hard tekno στα decs. Πέρασα τα δάχτυλά μου σε κάθε χιλιοστό της επιφάνειας. Εισέπνευσα τη μυρωδιά του. Έγλυψα τη φλούδα του. Δεν είχε τίποτα απολύτως το ιδιαίτερο κι όμως ένιωθα τυχερή και εκλεκτή. Το στομάχι μου είχε δεθεί με χίλιους κόμπους. Πρώτη δαγκωνιά. Άγευστο. Καταβρόχθισα το υπόλοιπο σε δευτερόλεπτα με λαιμαργία κι ας μην πεινούσα. Περίμενα λίγη ώρα αλλά δε συνέβη απολύτως τίποτα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Και τώρα τι? Αυτό ήταν όλο? Και από δω και πέρα? Στα ίδια ξανά? Τώρα τι θα 'χω να περιμένω? Συνειδητοποίησα ότι αυτή η προσμονή έδινε νόημα στην ύπαρξή μου. Πλέον δε νιώθω τίποτα. Όπως και πριν μάλλον απλά τώρα κουβαλάω και το κενό. Είναι βαρύ και δεν το αντέχω. Η πτωτική τάση του απωθημένου ήταν κατακόρυφη.


στην συναισθηματική κρίση των εποχών μας, η πτωτική τάση του απωθημένου είναι ασφαλώς ένας ενδογενής παράγοντας του συστήματος. Εμφανίστηκε πρώτη φορά όταν ο Τσίου αγαπούσε την Μάρα και η Μάρα με τη σειρά της τον Σακ.
Τότε η Μάρα έγινε το απωθημένο του Τσίου , καθώς αυτή είχε σχέση με τον Καπ , παρ' όλο που αγαπούσε τον Σακ που αυτός τα είχε με την Ντάν. Και ο Σακ έγινε το απωθημένο της Μάρα.
Κάπου εκεί λοιπόν στον 1ο αι. μ.Χ εμφανίστηκε το φαινόμενο αυτό που ισχύει μέχρι και τη σύγχρονη εποχή.
Ο έρωτας δεν έχει απαραίτητα υλική μορφή, όπως στην περίπτωση του Τσίου και της Μάρα, τότε λοιπόν δεν υπάρχει χρηστική αξία του πόθου. Στον καπιταλισμό το φαινόμενο αυτό λύνεται (ή και όχι) με ψυχιάτρους και ψυχοφάρμακα.
Οι φαρμακοβιομηχανίες αυξάνουν την προσφορά του προϊόντος τους για την ισορροπία στην αγορά συναισθημάτων.
Ακόμη και σε καιρό ανάπτυξης έχει παρατηρηθεί ότι τα απωθημένα έχουν πτωτική τάση.
Η ανάπτυξη εμφανίζετε όταν φόρτου εργασίας δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς με τον έρωτα υλικό ή μη
και όταν κάποια στιγμή βρεις τον ελάχιστο χρόνο να το κάνεις δεν έχεις τα ψυχολογικά αποθέματα και τότε στρέφεσαι στις φαρμακοβιομηχανίες που με τη σειρά τους..
και έτσι η ζωή συνεχίζει

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

ότι ήταν να πω


Θα σου μιλάω μέχρι να έχω κάτι να σου πω.
Όταν επιτέλους το βρω, ορκίζομαι να σωπάσω για πάντα.
 

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Οκτώβρης-Φλεβάρης

Ήτανε Οκτώβριος, αν θυμάμαι καλά και ο ιδρώτας με πλημμύριζε και μούσκευε τα σεντόνια. Δύο και έξι η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Το κινητό μου κάθε φορά που δεν χτυπούσε ήσουνα εσύ και κάθε φορά που χτύπαγε ήταν ο από πάνω. Δύο και εφτά, δύο και δέκα και πάει λέγοντας. Πόσο θα θελα να σουν εσύ ο από πάνω και πόσο θα θελα να σουν εσύ πάνω μου και ο ιδρώτας σου να πλημμύριζε το σώμα μου και το σώμα μου με τη σειρά του τα σεντόνια μου. Δυο και είκοσι σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στην κουζίνα. Ετοίμασα δείπνο για δύο. Όχι από συνήθεια, έχω να σε δω τόσο καιρό άλλωστε που δε θα έστεκε κάτι τέτοιο. Απλώς, να ρε παιδί μου, δεν έχει νόημα να μαγειρεύεις για έναν. Καλύτερα να κάνεις ένα τοστ ή κάτι παρόμοιο. Μαγειρεύω για δύο πάντα, λοιπόν, και την άλλη μερίδα την τρώω το βράδυ. Σήμερα όμως είναι ήδη βράδυ και δεν τα υπολόγισα καλά. Τι θα απογίνει η δεύτερη μερίδα? Γέμισα δύο πιάτα και τα τοποθέτησα αντικριστά. Κάθισα στη μία μεριά, χαμογέλασα και έφαγα μια μπουκιά. Ύστερα σηκώθηκα και κάθισα από την άλλη. Έκανα κάτι παρόμοιο και ξαναάλλαξα θέση. Μπουκιά στη μπουκιά πιάσαμε κουβέντα και ξεχαστήκαμε. Σε λίγο έβαλα και κρασί. Όχι ο,τι κι ο,τι, από κείνο το κατακόκκινο που μου έκανα δώρο στην επέτειό μας και το φυλάω για ειδικές περιστάσεις. Η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλάβω. Με πήρε ο ύπνος καθισμένη στην καρέκλα με το κεφάλι πεσμένο πάνω στο τραπέζι. Όταν ξύπνησα είχε φτάσει Δεκέμβρης κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Γι' αυτό στα γράφω όλα αυτά. Αναρωτιέμαι. Τι σκατά απέγινα? Κανείς δεν μου απαντά. Αυτό που με τρομάζει περισσότερο απ όλα είναι ότι και εγώ η ίδια δεν ξέρω να απαντήσω. Όπως ποτέ δεν ήξερα να απαντήσω στο ποια είμαι, τι είμαι και τι θα απογίνω όταν σε συναντούσα. Μόνο όταν σε συναντούσα. Τι είναι αυτό; δεν μοιάζει να ναι γοητευτικά ούτε ερωτεύσιμο. Εγώ στη θέση σου θα με παρατούσα. Σηκώθηκα και έστριψα δυο τσιγάρα, κι ας με λένε τρελή. Στο τρίτο μάλιστα έριξα και λίγο χόρτο μέσα. Είναι τόσο τεράστιες οι φρίκες μου πλέον που δεν παίζει να με πιάσει άσχημα. Μόνο να με χαλαρώσει μπορεί. Ξάπλωσα στον καναπέ και άρχισα να παρατηρώ το ταβάνι. Η υγρασία είχε σχηματίσει μαύρα στίγματα ανά τόπους δίνοντάς του μια κυβοφουτουριστική αίσθηση. Κυβοφουτουριστική... Τσσσς... Πολύ ψαγμένη λέξη ρε παιδί μου! Η αλλαγή του χρόνου με βρήκε να τα λέω με κάτι μαστουρωμένες σκέψεις και ένα ταβάνι. Το ταβάνι και ο καναπές μου. Δεν είναι κακοί σύντροφοι. Αλλά συνήθως το παρεάκι αυτό, εγώ το ταβάνι και ο καναπές συνοδεύεται και από κάτι τρίτο. Άυλο βέβαια. Σκέψεις. Είναι αυτές που πάντα απευθύνονται στο παρελθόν και στο μέλλον. Σε φανταστικά δηλαδή πράγματα. Ο έλλογος νους. Είναι δηλαδή αυτός που έρχεται συνοδευόμενος από καταθλίψεις και φρίκες. Σαν πολλοί να μαζευτήκαμε μέσα σ' ένα δωμάτιο. Εγώ όμως είμαι ύλη, δεν είμαι άυλη. Και δεν θα κάνω παρέα με άυλους. Εκτός αυτόν από τους Ψυχόδραμα, αν τύχει και τον γνωρίσω. Είσαι αυτό που λες, λένε. Είμαι λοιπόν ένα γατί και μου αρέσουν τα χάδια και οι αγκαλιές. Την επόμενη φορά που θα καθίσω στον καναπέ θέλω να ρθεις να σου τρίβομαι. Έτσι δεν κάνουν τα γατιά; Θα χώνω τη μουσούδα μου στο λαιμό σου και θα γουργουρίζω απ' την κοιλιά. Εσύ θα στραβομουτσουνιάζεις, θα ξεφυσάς και θα τραβιέσαι πιο κει. Κι εγώ θα το βρίσκω αστείο όπως πάντα και θα γελάω συνέχεια και μετά θα με λες χαζή και θα χεις δίκιο. Έτσι κι αλλιώς πάντα έχεις δίκιο εσύ. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως είναι κάπως βαρετό αυτό. Αφαιρεί κάθε νόημα από τον όποιο διάλογο. Αν ήμουν εσύ, μπορεί και να με βαριόμουνα. Ναι, ναι -σίγουρα θα με βαριόμουνα. Κάπως έτσι και χειρότερα έφτασε ο Φλεβάρης αλλά ο ιδρώτας δεν είχε στεγνώσει ακόμα από τα σεντόνια.





Σάββατο 21 Μαΐου 2016

πέρα δώθε



σε κοιτούσα και σε κοιτούσα
 ολόκληρος απέναντί μου με σάρκα και οστά
να μη μου θυμίζεις απολύτως τίποτα
σε κάρφωνα και σε κάρφωνα
να μη μου θυμίζεις απολύτως τίποτα

κάθε τόσο το βλέμμα μου έπεφτε κάτω
άφηνα λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν
προσποιούμενη ότι δεν το κατάλαβα
-ν' αλλάξει λίγο το τοπίο ρε αδερφέ-
και στη συνέχεια το μάζευα και φτου κι απ' την αρχή

πήρα το βλέμμα μου και το έριξα από την άλλη
και τι δεν είδα
και τι δεν θυμήθηκα
απολύτως τίποτα


στο τέλος κουράστηκα και έκλεισα τα μάτια
σε είδα στον ύπνο μου αλλά ούτε εκεί μου θύμιζες κάτι


κουβαλάω μέρες το κουφάρι μου
αριστερά και δεξιά
 και αλήθεια προσπαθώ
αλλά δεν μου θυμίζεις τίποτα
και από αύριο δεν θα σε θυμάται κανείς
αν έχω προλάβει να μην γίνεις πρωτοσέλιδο
ή πρώτο θέμα στις ειδήσεις των 8 30


αν πάλι δεν προλάβω
 θα σου ζητήσω αυτόγραφο
και θα περηφανεύομαι στα παιδιά μου
ότι σε φίλησα κάτω απ' το αυτί


Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Ίσως πέρασε από τη δουλειά.


Ίσως πέρασε από τη δουλειά. Είχα φύγει 2 ωρες νωρίτερα γιατί είχα το στομάχι μου. Ήταν η 3η φορά που είχα τάση για εμετό αλλά η πρώτη που έφυγα και ξέρασα.
Τις προηγούμενες φορές μου λεγαν "όχι κύριε Βερναντε δεν γίνεται να βρίσκετε δικαιολογίες , εμείς θέλουμε έμπιστους συναδέλφους. Αν σας αφήσουμε, την επόμενη φορά θα βρείτε άλλη δικαιολογία για να λείψετε"
Και έτσι κατάπινα τον εμετό μου.
Σήμερα όμως η αγωνία μου να τη δω δεν με άφηνε σε ησυχία, είπε ότι θα πέρναγε και κάθε λεπτό που περνούσε όλο και στένευε σαν κόμπος το λαιμό μου.
Μια κάποια στιγμή, άνοιξε η πόρτα απότομα, η πόρτα του γραφείου μου, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το άγχος μου και ο εμετός έφυγε μόνος του, ξεγλίστρησε από τα σωθικά μου, και βγήκε από το στόμα μου.
Ενόμιζα ότι ήταν αυτή. Ήταν όμως ο διευθυντής μου. Αλλά και αυτή να ταν; τι; μήπως θα της άρεζε η εικόνα; μήπως θα το έβρισκε ρομαντικό;
Με απέλυσαν.
Ζήτησα ένα χαρτομάντιλο και τίποτα άλλο, σιωπηλά έφυγα



έφυγα
χωρίς να ξαναγυρίσω αυτή τη φορά όμως
το' χα ξανακάνει πολλές φορές στο παρελθόν, να δοκιμάσω να φύγω
αλλά ποτέ δεν έπιανε
πάντα ξαναγυρνούσα στο τρίτο ή στο τέταρτο βήμα με σκυμμένο κεφάλι
να ζητώ συγγνώμη ξανά και ξανά λες και ήταν δικό μου λάθος
εκείνοι το έπαιζαν για λίγο αμείλικτοι -σαν την εποχή που ανατέλλει-
με έδιωχναν και μετά από δύο κλάματα και έντεκα παρακάλια πάνω κάτω
έδειχναν τη μεγαλοψυχία τους και με ξαναδέχονταν
με σκληρότερους όρους αυτή τη φορά προφανώς

σήμερα όμως το είχα αποφασίσει, δε θα έκανα πίσω
έκανα μεταβολή, σήκωσα το δεξί πόδι αλλά αμέσως το ξανακατέβασα
όχι ότι το χα μετανιώσει, ίσα ίσα, μόνο που το σκέφτηκα καλύτερα
θα έκανα συμβολικά τη φυγή μου
σήκωσα πρώτα το αριστερό αυτή τη φορά και το τοποθέτησα ένα βήμα μπροστά
ύστερα το δεξί
αριστερό - δεξί, αριστερό - δεξί, αριστερό - δεξί, αριστερό – δεξί,αριστερό – δεξί,αριστερό -δεξί,αριστερό -δεξί,αριστερό -δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστερό-δεξί,αριστΝΤΟΥΠ!
έπεσα πάνω σε μια κολόνα, έσπασα το κεφάλι μου και πέθανα

να μου το θυμηθείς που αύριο θα αναρωτιούνται
-Μήπως ήρθε και δεν τον είδαμε?
-Μήπως έχασε το δρόμο?
-Μήπως αυτή τη φορά ΟΝΤΩΣ έφυγε από τη δουλειά?

-Αυτός ρε? Ούτε νεκρός...